φόλυες

φόλυες
φόλυες κύνες, expld. as πυρροί, with black mouths, Antim.98.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φόλυς — υος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα τού Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”